αοριστολογία

αοριστολογία
η
λόγος που δεν είναι σαφής και ακριβής: Στα συγκεκριμένα παράπονά του εκείνος απάντησε με αοριστολογίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αοριστολογία — η λόγος αόριστος, ασαφής, χωρίς συγκεκριμένη έννοια …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …   Dictionary of Greek

  • αοριστία — η (Α ἀοριστία) το να είναι κάτι αόριστο, ακαθόριστο, η ασάφεια, η αβεβαιότητα νεοελλ. ασαφής λόγος, αοριστολογία αρχ. 1. το να είναι κάτι απεριόριστο 2. αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα 3. στον πληθ. ανωμαλίες, φαινόμενα χωρίς κανονικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • επαμφοτερισμός — (AM ἐπαμφοτερισμός) [επαμφοτερίζω] δισταγμός, ενδυασμός, αμφιταλάντευση νεοελλ. αοριστία, αοριστολογία, ασάφεια αρχ. αβεβαιότητα για τη συγγένεια, για το γένος («ἐπαμφοτερισμός τῶν τέκνων», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • γενικότητα — η 1. το να είναι κάτι γενικό, η καθολικότητα: Η γενικότητα του ζητήματος. 2. αοριστολογία, ασάφεια: Η απολογία του ήταν γεμάτη γενικότητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαμφοτερισμός — ο 1.αμφιταλάντευση, δισταγμός, αβεβαιότητα. 2. αοριστία, αοριστολογία, ασάφεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”